πρωτογενής

πρωτογενής
Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο σύγχρονος του σπουδαίος ζωγράφος Απελλής θεωρούσε τον Π. ισότιμό του, και τον κατέκρινε μόνο για την υπερβολική του προσήλωση στην ακρίβεια. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους πρώτους τεχνίτες της ζωγραφικής και ο Πετρώνιος λέει πως τα έργα του συναγωνίζονται σε πιστότητα τη φύση. Ο Π. ήταν επίσης χαλκοπλάστης και κατασκεύαζε αγάλματα πολεμιστών, κυνηγών, κ.ά.
* * *
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που γεννήθηκε πρώτος, ο πρωτότοκος
2. ο αρχικός
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πρώτο στάδιο μιας εξελικτικής διαδικασίας (α. «πρωτογενής εργασία» β. «πρωτογενής παραγωγή»)
2. γεωλ. (για πέτρωμα ή ορυκτό) αυτός που διατηρεί την αρχική του σύσταση και δεν έχει υποστεί καμιά εξαλλοίωση μετά τον σχηματισμό του
3. μτφ. αυτός που δεν εξελίχθηκε, δεν προάχθηκε σε πολιτισμό, ο πρωτόγονος
4. φρ. α) «πρωτογενής παραγωγή» — βλ. παραγωγή
β) «πρωτογενή αγαθά»
(οικον.) οι συντελεστές τής παραγωγής, δηλ. το έδαφος, η εργασία και το αποταμιευτικό κεφάλαιο, με τον συνδυασμό τών οποίων παράγονται τα άλλα αγαθά
γ) «πρωτογενής οικονομία»
(οικον.) i) η πρώτη μορφή μη εγχρήματης οικονομίας, όπου επικρατούσε η συναλλαγή πράγματος με πράγμα, δηλ. ο αντιπραγματισμός
ii) η πρωτογενής παραγωγή
δ) «πρωτογενές ξύλωμα»
βοτ. το ξύλωμα τού πρωτογενούς σώματος τού φυτού, που προέρχεται από τη διαφοροποίηση κυττάρων τα οποία παράγονται από το προκάμβιο
ε) «πρωτογενές σώμα»
βοτ. το τμήμα τού φυτικού σώματος που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό τών κυττάρων στα επάκρια μεριστώματα
στ) «πρωτογενή μεριστώματα»
βοτ. επάκρια μεριστώματα που βρίσκονται στις κορυφές τών οργάνων τών σπερματοφύτων όπου διαμορφώνονται σε ευδιάκριτες ζώνες διαφοροποίησης και τα οποία παράγουν τους πρωτογενείς ιστούς τού βλαστού, δημιουργούν τις απαρχές τών οργάνων, κυρίως τα κλαδιά και τα φύλλα, κατά έναν γενετικά προσδιορισμένο τρόπο και συμβάλλουν στην κατά μήκος αύξηση τού φυτού
ζ) «πρωτογενές φλοίωμα»
βοτ. το φλοίωμα που προέρχεται από τη διαφοροποίηση κυττάρων που παράγονται από το προκάμβιο στο πρωτογενές φυτικό σώμα
η) «πρωτογενής ξενιστής»
βιολ. ο ξενιστής στον οποίο το παράσιτο ζει για μεγάλο μέρος τού κύκλου ζωής του και στον οποίο ωριμάζει σεξουαλικά
θ) «πρωτογενή ερετικά φτερά»
ζωολ. (στα πτηνά) τα φτερά που εκφύονται απευθείας στις φτερούγες, στο άκρο και στον καρπό
ι) «πρωτογενές ωοθυλάκιο» — το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης τού ωοθυλακίου κατά το οποίο το ωοκύτταρο 1ης τάξεως αρχίζει να μεγεθύνεται και να περιβάλλεται από πολλές στρώσεις θυλακικών κυττάρων
ια) «πρωτογενής γεννητικός χαρακτήρας»
βιολ. η γονάδα ωοθήκη στα θηλυκά και ο όρχις στα αρσενικά άτομα
ιβ) «πρωτογενές ωάριο» — καθένα από τα ωοκύτταρα που απελευθερώνονται από τις ωοθήκες κατά τα ενεργά αναπαραγωγικά χρόνια τού θηλυκού ατόμου και τα οποία υπάρχουν ήδη στον θηλυκό οργανισμό από τη γέννηση του
ιγ) «πρωτογενές σπερματοκύτταρο» — καθένα από τα σπερματογόνια τα οποία προορίζονται να αναπτυχθούν σε ώριμα σπερματοζωάρια
ιδ) «πρωτογενή λεμφοειδή όργανα»
βιολ. ο μυελός τών οστών και ο θύμος τών θηλαστικών, που παράγουν τα Β και Τ λεμφοκύτταρα αντιστοίχως, αλλά τα οποία δεν συμμετέχουν στις ανοσοαντιδράσεις
ιε) «πρωτογενής ανοσοαπόκριση» — η ανοσολογική απόκριση που δημιουργείται κατά την πρώτη επαφή με ένα αντιγόνο
ιστ) «πρωτογενής αύξηση»
βοτ. η αύξηση τών ριζών και τών βλαστών ενός φυτού από τη στιγμή τής έναρξής της στα επάκρια μεριστώματα τού εμβρύου ώς τη στιγμή που η επέκταση τους και η διαφοροποίησή τους θα ολοκληρωθεί
ιζ) «πρωτογενείς διαδοχές»
βιολ. σειρά διαδοχικών αλλαγών τών βιοτικών και αβιοτικών συνθηκών που συμβαίνουν στις παρθένες και νεοσχηματισμένες εκτάσεις, λ.χ. εδαφικές επιφάνειες που ελευθερώθηκαν από έναν παγετώνα ή από θάλασσα, ηφαιστειακές αποθέσεις κ.λπ.
ιη) «πρωτογενής ιστός»
βοτ. φυτικός ιστός που σχηματίζεται από κύτταρα που προέρχονται από τα πρωτογενή μεριστώματα
αρχ.
1. πανάρχαιος, παλαιότατος
2. προσωνυμία τής Τύχης.
επίρρ...
πρωτογενώς Ν
σε πρώτο στάδιο, σε πρώτη φάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κοινο-γενής, ομογενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πρωτογένης — masc acc pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc nom/voc pl (doric aeolic) Πρωτογένης masc nom sg Πρωτογένης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτογενής — first born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογενῆ — πρωτογενής first born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτογενής first born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτογένει — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πρωτογένεϊ , Πρωτογένης masc dat sg (epic ionic) Πρωτογένης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτογένη — Πρωτογένης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πρωτογένης masc acc sg (attic epic doric) Πρωτογένης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτογενεῖ — πρωτογενής first born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρωτογενής first born masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτογενεῖς — πρωτογενής first born masc/fem acc pl πρωτογενής first born masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτογενές — πρωτογενής first born masc/fem voc sg πρωτογενής first born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωτογενῶν — Πρωτογένης masc gen pl (attic epic doric) Πρωτογένης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”